Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἱ ἑπόμενοι

См. также в других словарях:

  • ἑπόμενοι — ἕπομαι pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Symbole de Chalcédoine — Le Symbole de Chalcédoine est une formule de profession de foi datant de 451. Il fut adopté par le IVe Concile ocuménique (Concile de Chalcédoine). Il définit l union hypostatique des deux natures du Christ exprimé dans l extrait suivant :… …   Wikipédia en Français

  • покарѧтисѧ — ПОКАРѦ|ТИСѦ (127), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Покоряться, подчиняться: птицѧ бо нб҃сьны˫а покарѧютьсѧ чл҃вкѹ. и рыбы морьскы˫а. (ὑποτέτακται) КЕ XII, 185б; и та страна не покарѧетсѧ вамъ. ‹и› тогда аще просить вои ѹ насъ кнѧзь Рускии. да воюеть. да дамъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Халкидонский Символ веры — В этой статье слишком короткое вступление. Пожалуйста, дополните вводную секцию, кратко раскрывающую тему статьи и обобщающую её содержимое. Халкидонс …   Википедия

  • MESOCHORI — Graecis τοῦ χοροῦ Κορυφαῖοι, in omnibus Veterib. Choris Symphoniacis erant, coeterisque ad canendum praeibant et modum canendi dabant, pede in eam rem pulpitum aut solum tundere soliti. Pedem enim levantes et cum sono ponentes, aequali semper ac… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERCUTERE — mensuram vulgo dicuntur, qui modum canendi praescribunt. In omnibus enim etiam Veter. choris Mesochori erant, τοῦ χοροῦ κορυφκῖοι Graecis appellati, qui coeteris ad canendum praeibant et modum canendi dabant, pede in eam rem pulpitum aut solum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αύγουστος — Τίτλος που δόθηκε από τη Σύγκλητο της Ρώμης το 27 π.Χ. στον Ιούλιο Καίσαρα Οκταβιανό, όταν νίκησε τον Αντώνιο και έμεινε μόνος κύριος της αρχής στη Ρώμη. Η λέξη σημαίνει στα λατινικά σεβαστός. Οι επόμενοι αυτοκράτορες διατήρησαν τον τίτλο ως… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • ένη — (I) ἔνη, η (θηλ. τοὺ ἔνος* ως επίρρ., στις πλάγιες πτώσεις μόνο) (Α) μεθαύριο, την τρίτη μέρα («ἀπιέναι, παρεῑναι δ εἰς ἔνην» να φύγουν και να παρουσιαστούν μεθαύριο, Αριστοφ.). (II) ἕνη, η (θηλ. τοὺ ἕνος*) (Α) η τελευταία, η τριακοστή μέρα τού… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»